- χορηγέτης
- χορηγ-έτης, ου, ὁ,A = χορηγός, 1, Iamb.VP30.186: [dialect] Dor. [full] χορᾱγέτας IG42(1).133.7 (Epid., hymn).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορηγέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγέτης — και δωρ. τ. χοραγέτας, ὁ, Α χορηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ἡγέτης* (πρβλ. στρατ ηγέτης)] … Dictionary of Greek
χοραγέτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. χορηγέτης … Dictionary of Greek
χορηγεσία — και δωρ. τ. χοραγεσία, ἡ, Α [χορηγέτης] χορηγία … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek